ψυχρολουσία

ψυχρολουσία
η
1. ψυχρό λουτρό.
2. διάψευση ελπίδων, απογοήτευση.
3. επίπληξη, κατσάδιασμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ψυχρολουσία — ψυχρολουσίᾱ , ψυχρολουσία a bathing in cold water fem nom/voc/acc dual ψυχρολουσίᾱ , ψυχρολουσία a bathing in cold water fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυχρολουσίᾳ — ψυχρολουσίᾱͅ , ψυχρολουσία a bathing in cold water fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυχρολουσία — η, ΝΜΑ [ψυχρολούτης] λούσιμο με κρύο νερό, ιδίως για θεραπευτικούς λόγους νεοελλ. μτφ. 1. κατευνασμός ενθουσιασμού, διάψευση ελπίδων, απογοήτευση 2. επίπληξη, κατσάδα …   Dictionary of Greek

  • ψυχρολουσίας — ψυχρολουσίᾱς , ψυχρολουσία a bathing in cold water fem acc pl ψυχρολουσίᾱς , ψυχρολουσία a bathing in cold water fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυχρολουσίαι — ψυχρολουσίᾱͅ , ψυχρολουσία a bathing in cold water fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυχρολουσίαν — ψυχρολουσίᾱν , ψυχρολουσία a bathing in cold water fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυχρολουσίαις — ψυχρολουσία a bathing in cold water fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυχρολουσίη — ψυχρολουσία a bathing in cold water fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ντους — το άκλ. 1. λουτρό με κρύο νερό, ψυχρολουσία 2. (κατ επέκτ.) μπάνιο με καταιονισμό νερού 3. υδραυλική εγκατάσταση τοποθετημένη μέσα στο λουτρό για τον καθαρισμό τού σώματος με καταιονισμό νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. douche < ιταλ. doccia <… …   Dictionary of Greek

  • περίχυση — η / περίχυσις ύσεως, ΝΜΑ [περιχέω] το να περιχύνει κανείς κάτι, το να περιβρέχει να διαβρέχει, κάτι αρχ. 1. έκπλυση, ξέπλυμα 2. καταιονισμός με κρύο νερό, ψυχρολουσία 3. διασκόρπιση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”